επένδυμα

επένδυμα
τό
1) оболочка, покров; 2) тех обшивка, облицовка; 3) анат. эпендима

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επένδυμα" в других словарях:

  • ἐπένδυμα — upper garment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επένδυμα — το (ΑΝ) [επενδύω] νεοελλ. 1. περίβλημα, περικάλυμμα 2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες τού εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα τού νωτιαίου μυελού αρχ. πανωφόρι, επενδύτης …   Dictionary of Greek

  • ἐπενδύμασι — ἐπένδυμα upper garment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπενδύμασιν — ἐπένδυμα upper garment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπενδύματα — ἐπένδυμα upper garment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эпендима — Сечение центрального канала спинного мозга. Показаны клетки эпендимы (ependymal cells) и клетки нейроглии (neuroglial cells). Эпендима[1] (др. греч …   Википедия

  • περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία …   Dictionary of Greek

  • σάγμα — το, ΝΜΑ, και σάχμα Α κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ) νεοελλ. καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται… …   Dictionary of Greek

  • αθηρωμάτωση ή αθηροματοσκλήρυνση — Πάχυνση του έσω χιτώνα του αρτηριακού τοιχώματος (λόγω εναπόθεσης λιπαρών ουσιών), που έχει ως συνέπεια τη στένωση του αυλού των αρτηριών. Οι λιποπρωτεΐνες (σωματίδια τα οποία μεταφέρουν τη χοληστερίνη, που ευθύνεται για τον σχηματισμό του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»